μποκαδούρα

μποκαδούρα
η
βλ. μπουκαδούρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εγκολπίας — ο (AM ἐγκολπίας) τοπικός άνεμος που πνέει από θαλάσσιο κόλπο, η μποκαδούρα …   Dictionary of Greek

  • μπουκαδούρα — και μποκαδούρα, η ναυτ. άνεμος που πνέει από τα στόμια τών κόλπων ή τών λιμανιών με κατεύθυνση προς τον μυχό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. boccatura < ιταλ. bocca «στόμα» < bucca «στόμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”